εμπραΰνω

εμπραΰνω
ἐμπραΰνω (Α)
καταπραΰνω, μαλακώνω κάτι μέσα σε άλλο, τό κάνω υποφερτό λειαίνοντάς το («ἔστι δὲ καὶ τοὺς σκληρούς χαλινοὺς ἐμπραΰνειν καταλειοῡντα», Πολυδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”